μοριασμός — μοριασμός, ὁ (Α) διαίρεση ακέραιου αριθμού σε τμήματα, σε κλάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον, μέσω ενός αμάρτυρου *μοριάζω] … Dictionary of Greek
μοριασμῶν — μοριασμός dividing into fractional parts masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)